- λίσχρος
- λίσχρος, ὁ (Α)1. (κατά το λεξ. Σούδα) «λίσχροςφειδωλός»2. στον πληθ. οἱ λίσχροιφυτά τα οποία αναστρέφονται με το άροτρο από τους γεωργούς μέσα στη γη για να κάνουν το χώμα πλουσιότερο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. με τη δεύτερη σημασία του συγγενεύει πιθ. με το λίστρον*. Με την πρώτη σημασία, η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. γλίσχρος* «ανεπαρκής, λιγοστός, πενιχρός»].
Dictionary of Greek. 2013.